ἀ-κῡρής

ἀ-κῡρής

ἀ-κῡρής, ές, der etwas nicht erlangt, unglücklich, VLL., = ἀτυχής, ebenso ἀκυρήματα, auch ἄκυρμα, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύρης — ο (Μ κύρης και κῡρις και κύρος και κυρός) 1. κύριος, αφέντης 2. πατέρας 3. φρ. (επί φραγκοκρατίας) «Μέγας Κύρης» τίτλος τού άρχοντα τών Αθηνών νεοελλ. παροιμ. «κατά μάννα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα» ή «κατά μάννα, κατά κύρη κάνουν και… …   Dictionary of Greek

  • κύρης — ο γεν. κύρη και κυρού, κύριος, αφέντης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυρῆς — κυρέω hit pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρῇς — κυρέω hit pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρης — κυρέω hit imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστροκύρης — ο (Μ καστροκύρης) ο άρχοντας τού κάστρου νεοελλ. μτφ. αυτός που διευθύνει, που κυβερνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κύρης (< κύρης < κύριος), πρβλ. καραβο κύρης, οικοκύρης)] …   Dictionary of Greek

  • καραβοκύρης — ο (Μ καραβοκύρης και καραβοκύριος) κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος, καπετάνιος νεοελλ. ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κύριος (> κύρης), πρβλ. νοικο κύρης] …   Dictionary of Greek

  • Duchy of Athens — Δουκᾶτον Ἀθηνῶν Vassal state* ← …   Wikipedia

  • CURES — plurali numerô Sabinorum oppid. cui imperabat Tir. Tatius, cuius cives Quirites dicebantur; conveneruntque Romulus et Tatius in hanc sententiam; ut a duobus populis unus efficeretur, et Sabini Romam migrarent, Romaque nomen retineret, sed Romani… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CYRE — I. CYRE Ceres apud Cnidios. Cael. Rhodig. l. 17. c. 27. II. CYRE fons in Cyrenaica, a quo urbi nomeu. Steph. Κυρή Callimacho, Hymn. in Apoll. Οἱ δ᾿ οὔπω πηγῆς Κυρῆς ἐδύναντο πελάςςαι Δωριέες, πυκινὴν δὲ νάπαις Α῎ζιριν ἔναιον, Ad fontem Cyren… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”