- ἀ-κῑνησία
ἀ-κῑνησία, ἡ, Unbeweglichkeit, Arist. probl. 6, 5; Theophr. u. Plut.; ἔργων, Thatlosigkeit, App. Pun. 73. ἀ-κῑνητέω, unbeweglich sein, ruhen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κῑνησία, ἡ, Unbeweglichkeit, Arist. probl. 6, 5; Theophr. u. Plut.; ἔργων, Thatlosigkeit, App. Pun. 73. ἀ-κῑνητέω, unbeweglich sein, ruhen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κινησία — Κινησίᾱ , Κινησίης masc nom/voc/acc dual Κινησίᾱ , Κινησίης masc voc sg (attic) Κινησίᾱ , Κινησίης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κινησίᾳ — Κινησίᾱͅ , Κινησίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κινησίας — Κινησίᾱς , Κινησίης masc acc pl Κινησίᾱς , Κινησίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κινησίαν — Κινησίᾱν , Κινησίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek