- ἀ-κώλῡτος
ἀ-κώλῡτος, ungehindert, frei, Luc. Tim. 18; Herodian. 1, 13, 2, u. öfter. – Adv. ἀκωλύτως, Plat. Crat. 415 d; oft Herodian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κώλῡτος, ungehindert, frei, Luc. Tim. 18; Herodian. 1, 13, 2, u. öfter. – Adv. ἀκωλύτως, Plat. Crat. 415 d; oft Herodian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλυτός — κωλυτός, ή, όν (Α) [κωλύω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εμποδίσει … Dictionary of Greek
κωλυτός — to be hindered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτόν — κωλυτός to be hindered masc acc sg κωλυτός to be hindered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτά — κωλῡτά̱ , κωλυτής hinderer masc nom/voc/acc dual κωλῡτά , κωλυτής hinderer masc voc sg κωλῡτά , κωλυτής hinderer masc nom sg (epic) κωλυτός to be hindered neut nom/voc/acc pl κωλυτά̱ , κωλυτός to be hindered fem nom/voc/acc dual κωλυτά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακώλυτος — η, ο (Α ἀκώλυτος, ον) αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κωλυτός < κωλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί] … Dictionary of Greek
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek
κωλυταῖς — κωλῡταῖς , κωλυτής hinderer masc dat pl κωλυτός to be hindered fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυταί — κωλῡταί , κωλυτής hinderer masc nom/voc pl κωλυτός to be hindered fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτάς — κωλῡτά̱ς , κωλυτής hinderer masc acc pl κωλῡτά̱ς , κωλυτής hinderer masc nom sg (epic doric aeolic) κωλυτά̱ς , κωλυτός to be hindered fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτήν — κωλῡτήν , κωλυτής hinderer masc acc sg (attic epic ionic) κωλυτός to be hindered fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)