- ἀ-γώνιος
ἀ-γώνιος, ohne Winkel, γωνία, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-γώνιος, ohne Winkel, γωνία, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισογώνιος — α, ο (Α ἰσογώνιος, ον) αυτός που έχει ίσες τις γωνίες («ισογώνιο τρίγωνο») νεοελλ. φρ. «ισογώνια γραμμή ή καμπύλη» καμπύλη που σε μετεωρολογικό χάρτη ενώνει τόπους που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γώνιος (< … Dictionary of Greek
κοιλογώνιος — κοιλογώνιος, ον (Α) αυτός τού οποίου η κοιλότητα είναι κλειστή σχεδόν σαν γωνία, αυτός που έχει γωνιώδη κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γώνιος (< γωνία), πρβλ. αμβλυ γώνιος, οξυ γώνιος] … Dictionary of Greek
ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… … Dictionary of Greek
συγγώνιον — τὸ, Α πιθ. γωνία σε δωμάτιο ή γωνία δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γώνιος (< γωνία), πρβλ. παρα γώνιος] … Dictionary of Greek
φιλογώνιος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει να ζει σε μια γωνία, να ζει σε απόλυτη ησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γωνιος (< γωνία), πρβλ. ὀρθο γώνιος] … Dictionary of Greek
Stenocactus coptonogonus — Stenocactus coptonogonus, blühfähige Jungpflanze Systematik Ordnung: Nelkenartige (Caryophyllales) … Deutsch Wikipedia
ЗЕВС — • Ζεύς, Iupiter, сын Кроноса и Реи (Hesiod. theog. 453), отсюда Κρονίων, Κρονίδης, Saturnius; брат Посейдона, Гадеса, Гестии, Деметры и Геры, муж Геры, могущественнейший и высочайший из богов греческого народа, державный властитель… … Реальный словарь классических древностей
LABOR — et exercitium, torpentem in nobis excitat ealorem, eoque et spiritus reddit vegetos et alacres: atque, ut ventilatio paleas e tririco et spicas inanes flatu dispellit. ita exercitatio quoque fugat noxios e corpore humores. Quâ similitudine hoc… … Hofmann J. Lexicon universale
PALAESTRA — I. PALAESTRA Herculis filia, nuditarem obtegendi consuetudinem inter Mulieres, quae cursu aliisque exercebantur, introduxit: quemadmodum Pater eius, ne unquam Athletae in publicum ad certandum sine subligaculis prodirent, instituit; teste Clem.… … Hofmann J. Lexicon universale
αμβλυγώνιος — α, ο (Α ἀμβλυγώνιος, ον) αυτός που έχει αμβλεία γωνία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλυγώνιον αμβλεία γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + γώνιος < γωνία] … Dictionary of Greek
αρτιογώνιος — ἀρτιογώνιος, ον (Α) αυτός που έχει ζυγό αριθμό γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτιο (< άρτιος) + γώνιος < γωνία (πρβλ. ισογώνιος, οξυγώνιος, ορθογώνιος)] … Dictionary of Greek