ἀ-κήδεια

ἀ-κήδεια

ἀ-κήδεια, , Sorglosigkeit, Nachlässigkeit, Ap. Rh. 2. 219. 3, 260; auch im plur., νόοιο 3, 298 (Schol. λύπη): vgl. Cic. Att. IV, 18, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηδεία — κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc/acc dual κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείᾳ — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεία — η (ΑΜ κηδεία) [κηδεύω] η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη τής εκφοράς και τής ταφής τού νεκρού αρχ. 1. θρήνος, πένθος 2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ οἰκειότητα καὶ κηδείαν… …   Dictionary of Greek

  • κηδεία — η εκφορά νεκρού για ενταφιασμό, η θανή του: Στην κηδεία του παραβρέθηκε πολύς κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κήδεια — κήδειος cared for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείας — κηδείᾱς , κηδεία care fem acc pl κηδείᾱς , κηδεία care fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείαι — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείαν — κηδείᾱν , κηδεία care fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεῖαι — κηδεία care fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείαις — κηδεία care fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείῃ — κηδεία care fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”