ἀ-κήριος [2]

ἀ-κήριος [2]

ἀ-κήριος, ohne κῆρ; Hom. sechsmal; Iliad. 11, 392 ὀξὺ βέλος πέλεται, καὶ ἀκήριον αἶψα τίϑησιν, macht leblos, tödtet; – τινὰ δέος ἴσχει ακήριον. muthlose Furcht, Iliad. 5, 812. 817. 13, 224; – βροτῶν ἕνεκα δειλῶν, οἳ ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέϑουσιν, ἄλλοτε δὲ φϑινύϑουσιν ἀκήριοι Iliad. 21, 466; – αλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισϑε, ἥμενοι αὖϑι ἕκαστοι ακήριοι, ἀκλεὲς αὔτως Iliad. 7, 100; – Apoll. Rhod. 2, 197 ἀκήριον ἠύτ' ὄνειρον, schwach.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκήριος — ον, Α πολύ θανατηφόρος, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηριος (< κήρ, κηρός, ἡ, «θάνατος, καταστροφή»), πρβλ. επι κήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”