ἀ-κμής

ἀ-κμής

ἀ-κμής, ῆτος, nicht ermüdet, frisch, von καμεῖν; Hom. dreimal, Iliad. 15, 697 ἀκμῆτας καὶ ἀτειρέας, 16, 44. 11, 802 ῥεῖα δέ κ' ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀυτῇ ὤσαιμεν (ὤσαισϑε) προτὶ ἄστυ; – Arr. 5, 18, 2; Plut. Cim. 13; Luc. Hermot. 40; unermüdlich, ταῠρος, Herm. conj. für ἀδμής, Soph. Ant. 351; Alph. 7 (IX, 526) πύλαι Ὀλύμπου ἀκμῆτες, die ewig festen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεοκμής — νεοκμής, ό και ἡ (Α) 1. νεόκμητος* 2. αυτός που πληγώθηκε πρόσφατα 3. μτφ. (για στρατιώτες ή για στρατεύματα) αυτός που έχει αμείωτη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. ανδρο κμής, δουρι κμής] …   Dictionary of Greek

  • ἴκμης — ἴκμη a plant growing in moist places fem gen sg (attic epic ionic) ἴ̱κμης , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg (doric) ἴ̱κμης , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἴ̱κμης , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg ἰκμάω pres ind act 2nd sg ἰκμάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηροκμής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρι κμής] …   Dictionary of Greek

  • χειροκμής — ῆτος, ὁ, Α αυτός που εργάζεται με τα χέρια, που κάνει χειρωνακτική εργασία, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. σιδηρο κμής] …   Dictionary of Greek

  • ακμής — ἀκμὴς ( ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, ον (Α) ακούραστος, ακαταπόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κμης, μηδενισμένη βαθμίδα τής δισύλλαβης ρίζας *καμᾶ (πρβλ. κάμα τος) τού ρήματος κάμνω] …   Dictionary of Greek

  • ανδροκμής — ἀνδροκμής, ο, η (Α) 1. αυτός που καταπονεί τους άνδρες, οχληρός, εξουθενωτικός 2. ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κμής < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • k̂em/ǝ/-4 —     k̂em/ǝ/ 4     English meaning: to be tired     Deutsche Übersetzung: ‘sich abmũhen, mũde werden”     Material: O.Ind. samnītē, sámati, samyati, Imp. samī̆ ṣva ‘sich mũhen, work, prepare, prepare, concoct”, samitá “zubereitet”, samitár… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”