- ἀ-γνώριστος
ἀ-γνώριστος, unbekannt, Fheophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-γνώριστος, unbekannt, Fheophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκολογνώριστος — και ευκολόγνωρος, η, ο αυτός που αναγνωρίζεται εύκολα, ο ευδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + γνωριστος ή γνωρος (< γνωρίζω), πρβλ. α γνώριστος, πρωτό γνωρος] … Dictionary of Greek
πολυγνώριστος — ον, Μ αυτός που αναγνωρίζεται εύκολα, ευκολογνώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνώριστος (< γνωρίζω), πρβλ. α γνώριστος] … Dictionary of Greek