- ἀεί-δουλος
ἀεί-δουλος, ὁ, stets Knecht, zw. L., Ael. H. A. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεί-δουλος, ὁ, stets Knecht, zw. L., Ael. H. A. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αείδουλος — ἀείδουλος, ον (Α) ο αιώνια δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + δούλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀειδουλία] … Dictionary of Greek