- περι-σαρκίζω
περι-σαρκίζω, das Fleisch ringsherum einschneiden, Chirurg. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-σαρκίζω, das Fleisch ringsherum einschneiden, Chirurg. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισαρκίζω — Α (σχετικά με πληγή) 1. κόβω γύρω γύρω τις σάρκες 2. (το ρημ. επίθ.) περισαρκιστέον πρέπει κάποιος να περικόψει τη σάρκα ολόγυρα από την πληγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαρκίζω «αφαιρώ, ξύνω τη σάρκα»] … Dictionary of Greek