- ἀεί-μαργος
ἀεί-μαργος, immer gefräßig, Opp. H. 2, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεί-μαργος, immer gefräßig, Opp. H. 2, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αείμαργος — ἀείμαργος, ον (Α) αθεράπευτα λαίμαργος, πλεονέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μάργος (= άπληστος, λυσσαλέος. ασελγής)] … Dictionary of Greek