- ἀεί-φατος
ἀεί-φατος, stets gepriesen, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεί-φατος, stets gepriesen, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αείφατος — ἀείφατος, ον (Α) αυτός για τον οποίο πάντοτε γίνεται λόγος, που διαρκώς εξυμνείται, ο αιώνια ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φατός < φημί] … Dictionary of Greek