- ἀεί-ρυτος
ἀεί-ρυτος, κρήνη, stets fließend, Soph. O. C. 470.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεί-ρυτος, κρήνη, stets fließend, Soph. O. C. 470.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αείρυτος — ἀείρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει, που αναβλύζει διαρκώς, αέναα, αστείρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥυτός < ῥέω] … Dictionary of Greek