- ἀ-κένωτος
ἀ-κένωτος, ungeleert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κένωτος, ungeleert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκένωτος — εὐκένωτος, ον (Α) αυτός που αδειάζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κενωτος (< κενώ), πρβλ. δυσ εκ κένωτος, νεο κένωτος] … Dictionary of Greek
νεοκένωτος — νεοκένωτος, ον (Α) αυτός που εκκενώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κενωτος (< κενῶ «εκκενώνω»)] … Dictionary of Greek