ἀγάθεος

ἀγάθεος

ἀγάθεος, dor. für ἠγάϑεος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγάθεος — ἀ̱γάθεος , ἠγάθεος most holy masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγάθεος — ἠγάθεος, έη, ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α) (για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα * + θεός, με μετρική έκταση τού αρχικού α] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”