- ἀ-κάθαρτος
ἀ-κάθαρτος, unrein, gew. lasterhaft, Plat. oft; Dem. 19, 199; Schimvswort, Bat. com. Ath. III, 103 e; – nicht gesühnt, Soph. O. R. 256; ἀδίκημα Plat. Legg. IX, 854 b; – act., nicht reinigend, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κάθαρτος, unrein, gew. lasterhaft, Plat. oft; Dem. 19, 199; Schimvswort, Bat. com. Ath. III, 103 e; – nicht gesühnt, Soph. O. R. 256; ἀδίκημα Plat. Legg. IX, 854 b; – act., nicht reinigend, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοκάθαρτος — νεοκάθαρτος, ον (Α) αυτός που υπέστη κάθαρση πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καθαρτος (< καθαίρω), πρβλ. δυσ κάθαρτος] … Dictionary of Greek
ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… … Dictionary of Greek