- ἀκάνθιος
ἀκάνθιος τέττιξ, Zenob. 1, 51 sprichw. ἐπὶ τῶν ἀφώνων καὶ ἀμούσων, cf. Ἄκανϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκάνθιος τέττιξ, Zenob. 1, 51 sprichw. ἐπὶ τῶν ἀφώνων καὶ ἀμούσων, cf. Ἄκανϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέττιξ — ο, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού αρχ. 1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα… … Dictionary of Greek
Νικομήδης — I Όνομα πέντε βασιλιάδων της Βιθυνίας, από τους οποίους σημαντικότεροι είναι: 1. Ν. Α’ (; – 260 π.Χ.). Γιος και διάδοχος (279) του Ζιποίτη, συμμαχώντας με τον Αντίγονο Γονατά της Μακεδονίας, εδραίωσε το βασίλειό του και εξουδετέρωσε την… … Dictionary of Greek
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek