- ἀ-κάκωτος
ἀ-κάκωτος, dasselbe, D. C. 77, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κάκωτος, dasselbe, D. C. 77, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκάκωτος — εὐκάκωτος, ον (Α) αυτός που προσβάλλεται εύκολα (από νόσο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κάκωτος (< κακώ < κακός), πρβλ. α κάκωτος] … Dictionary of Greek