- ἀ-κάτ-ακτος
ἀ-κάτ-ακτος, unzerbrechlich, Arist. Meteor. 4, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κάτ-ακτος, unzerbrechlich, Arist. Meteor. 4, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκάτακτος — εὐκάτακτος, ον (Α) αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ακτος (< κατ άγνυμι «σπάζω, συντρίβω»), πρβλ. α κάτ ακτος, δυσ κάτ ακτος] … Dictionary of Greek