- ἀγά-συρτος
ἀγά-συρτος nannte Alcaeus (frg. 6) den Pittakus nach Dio K, Laert. 1, 81, der es ἐπισεσυρμένος καὶ ῥυπαρός erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγά-συρτος nannte Alcaeus (frg. 6) den Pittakus nach Dio K, Laert. 1, 81, der es ἐπισεσυρμένος καὶ ῥυπαρός erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιόσυρτος — κοιλιόσυρτος, ὁ (Μ) αυτός που σέρνεται με την κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + συρτος (< συρτός < σύρω), πρβλ. αγά συρτος, χαμαί συρτος] … Dictionary of Greek
χαμαίσυρτος — ον, ΜΑ αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + συρτος (< συρτός < σύρω), πρβλ. ἀγά συρτος, παλίσ συρτος] … Dictionary of Greek
αγάσυρτος — ἀγάσυρτος, ο (Α) παρωνύμιο που έδωσε ο Αλκαίος στον Πιττακό. Η λέξη κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο σημαίνει «ἐπισεσυρμένος καὶ ρυπαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγα * + συρτὸς < σύρω] … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek