- ὀκλάξ
ὀκλάξ, = ὀκλαδόν; παρακαϑήμενος, Luc. Lex. 11; auch ὀκλάς, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκλάξ, = ὀκλαδόν; παρακαϑήμενος, Luc. Lex. 11; auch ὀκλάς, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκλάξ — ὀκλάξ (Α) επίρρ. οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά προς τα επιρρ. σε –ξ (πρβλ. γνυ ξ, λα ξ)] … Dictionary of Greek
ὀκλάξ — squat down indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… … Dictionary of Greek