ἀελλήεις

ἀελλήεις

ἀελλήεις, εσσα, εν, dasselbe, Nonn. sehr oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αελλήεις — ἀελλήεις, εσσα, εν (Α) [ἄελλα] ο αελλαίος …   Dictionary of Greek

  • ἀελλήεις — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀελλήεντα — ἀελλήεις neut nom/voc/acc pl ἀελλήεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀελλήεντας — ἀελλήεις masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀελλήεντες — ἀελλήεις masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀελλήεντι — ἀελλήεις masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀελλήεντος — ἀελλήεις masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀελλήεσσα — ἀελλήεις fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀελλήεσσαν — ἀελλήεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες …   Dictionary of Greek

  • αελλής — ἀελλὴς κονίσαλος, ο (Α) (στον Όμηρο) περιδινούμενος κονιορτός, δίνη κονιορτού, σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταπλασμένος τ. τού ἀολλής με επίδραση τής λ. ἄελλα. Ο τ. ἀελλῆς πιθ. συνηρ. τ. αντί τού ἀελλήεις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”