ἀ-κηλίδωτος

ἀ-κηλίδωτος

ἀ-κηλίδωτος, unbefleckt, Philo; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηλιδωτός — ή, ό (Α κηλιδωτός, ή, ον) [κηλίς] γεμάτος κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος …   Dictionary of Greek

  • κηλιδωτόν — κηλιδωτός stained masc acc sg κηλιδωτός stained neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”