ἀελλό-πος

ἀελλό-πος

ἀελλό-πος, = ελλόπους, sturmfüßig, Hom. dreimal, ὦρτο δὲ 'Ιρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα Iliad. 8, 409. 24, 77. 159; – ἵπποι Pind. N. 1, 6, δίφροι P. 4, 18, s. ἀελλάδες; κοῦραι Eur. Hel. 1314; ἀελλοπόδεσσιν h. Ven. 218; πόϑων (amorum) ἀελλοπόδων Philod. 24 (X, 21); Nonn. ἀέλλοπος, ον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”