- ἀκονίας
ἀκονίας, ὁ, unbek. Fisch, Athen. VII, 326 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκονίας, ὁ, unbek. Fisch, Athen. VII, 326 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακονίας — ἀκονίας, ο (Α) [ἀκόνη] είδος ψαριού … Dictionary of Greek
ἀκονίας — ἀκονίᾱς , ἀκονίας fish masc acc pl ἀκονίᾱς , ἀκονίας fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… … Dictionary of Greek