ἀγλα-έθειρος

ἀγλα-έθειρος

ἀγλα-έθειρος ϑεός, Pan, H. Hymn. 18, 5, herrlich gelockt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευέθειρος — εὐέθειρος, α, ον (Α) με ωραία μαλλιά («εὐέθειρα Ἶσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έθειρος (< έθειρα «κόμη, χαίτη»), πρβλ. αγλα έθειρος, πυρι έθειρος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιέθειρος — καλλιέθειρος, ὁ, ἡ, θηλ. και καλλιέθειρα (Α) αυτός που έχει ωραία μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. αγλα έθειρος, ορθο έθειρος] …   Dictionary of Greek

  • κυανέθειρος — κυανέθειρος, ον (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. αγλα έθειρος, ορθο έθειρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”