ὀκλαδιστί, = Folgdm, Babr. 25, 7, s. ὀκλαστί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκλαδιστί — ὀκλαδιστί (Α) επίρρ. (για τον βάτραχο) πηδώντας με κεκαμμένα τα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάδις + επιρρμ. κατάλ. τι (πρβλ. μεγαλωσ τί)] … Dictionary of Greek
ὀκλαδιστί — hopping indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)