κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… … Dictionary of Greek
θεοκλεής — θεοκλεής, ές (Μ) αυτός που δοξάστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ευ κλεής, φερε κλεής] … Dictionary of Greek
ισοκλεής — ἰσοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος. επίρρ... ἰσοκλεῶς (Μ) με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
κακοκλεής — κακοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ισο κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
μεγακλεής — μεγακλεής, ές (ΑM) αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα κλεής, δυσ κλεής] … Dictionary of Greek
φερεκλεής — ές, Α ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κλεής (< κλέος), πρβλ. εὐ κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
μεγαλοκλεής — μεγαλοκλεής, ές (Α) ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσ κλεής] … Dictionary of Greek
ομοιοκλεής — ὁμοιοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει όμοια δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
περικλεής — ές, ΝΑ τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι κλεής] … Dictionary of Greek
πολυκλεής — ές, και ποιητ. τ. πολυκλήεις, εσσα, εν, Α περίφημος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλεής (< κλέος, τό «φήμη»), πρβλ. μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek