ἀ-κλεής

ἀ-κλεής

ἀ-κλεής, ές, ohne κλέος; Hom. dreimal, Od. 4, 728 νῠν αὖ παῖδ' ἀγαπητὸνἀνηρείψαντο ϑύελλαι ἀκλέα ἐκ μεγάρων, οὐδ' ὁρμηϑέντος ἄκουσα, ohne daß man Nachricht von ihm hätte; Iliad. 7, 100 ἀλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισϑε, ἥμενοι αὖϑι ἕκαστοι ἀκήριοι, ἀκλεὲς αὔτως, ruhmlos; 12, 318 οὐ μὰν ἀκληεῖς Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν ἡμέτεροι βασιλῆες, vgl. Scholl. Didym.; – Nic. Al. 114; Qu. Sm. 3, 363; Call. Del. 295; – Plat. Legg. IX, 854 e ἀκλεὴς γενόμενος, ruhmlos; – Lys. 13, 45 ἀκλεέστατος ϑάνατος, der schimpflichste Tod; – Advb. bei Hom. dreimal, Iliad. 22, 304 μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην, ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι; Od. 1, 241. 14, 371 ἠδέ κε καὶ ᾡ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ' ὀπίσσω. νῠν δέ μινἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο· (οἴχετ' ἄιστος ἄπ υστος); – Her. 5, 74.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… …   Dictionary of Greek

  • θεοκλεής — θεοκλεής, ές (Μ) αυτός που δοξάστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ευ κλεής, φερε κλεής] …   Dictionary of Greek

  • ισοκλεής — ἰσοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος. επίρρ... ἰσοκλεῶς (Μ) με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο κλεής, μεγαλο κλεής] …   Dictionary of Greek

  • κακοκλεής — κακοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ισο κλεής, μεγαλο κλεής] …   Dictionary of Greek

  • μεγακλεής — μεγακλεής, ές (ΑM) αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα κλεής, δυσ κλεής] …   Dictionary of Greek

  • φερεκλεής — ές, Α ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κλεής (< κλέος), πρβλ. εὐ κλεής, μεγαλο κλεής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκλεής — μεγαλοκλεής, ές (Α) ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσ κλεής] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοκλεής — ὁμοιοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει όμοια δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. μεγαλο κλεής] …   Dictionary of Greek

  • περικλεής — ές, ΝΑ τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι κλεής] …   Dictionary of Greek

  • πολυκλεής — ές, και ποιητ. τ. πολυκλήεις, εσσα, εν, Α περίφημος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλεής (< κλέος, τό «φήμη»), πρβλ. μεγαλο κλεής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”