- ἀ-κλινής
ἀ-κλινής, ές. sich nicht neigend, unbeweglich, fest, μένειν Plat. Phaed. 109 a; oft in Anth., z. B. φιλία Mel. 21 (XII, 158); Nonn. – Adv. ἀκλινέως, Sosip. 2 (V, 55); ακλινῶς, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κλινής, ές. sich nicht neigend, unbeweglich, fest, μένειν Plat. Phaed. 109 a; oft in Anth., z. B. φιλία Mel. 21 (XII, 158); Nonn. – Adv. ἀκλινέως, Sosip. 2 (V, 55); ακλινῶς, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλίνης — κλί̱νης , κλίνη that on which one lies fem gen sg (attic epic ionic) κλί̆νης , κλίνω sráyati aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνῃς — κλί̱νῃς , κλίνη that on which one lies fem dat pl (epic) κλί̱νῃς , κλίνω sráyati aor subj act 2nd sg κλί̱νῃς , κλίνω sráyati pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκλινής — θεοκλινής, ές (Μ) αυτός που γίνεται με γονυκλισία προς τον θεό («θεοκλινεῑς προσευχαί», Στουδ. θεοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής, κατα κλινής … Dictionary of Greek
μεσοκλινής — ές (για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει κλίση από τα άκρα προς το μέσο, σε αντιδιαστολή προς τον αμφικλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. αμφι κλινής, επι κλινής] … Dictionary of Greek
πολυκλινής — (I) ές, Α αυτός που πλαγιάζει μαζί με πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνη)]. (II) ές, Α αυτός που έχει κλίση, τάση για πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο κλινής] … Dictionary of Greek
υποκλινής — ές / ὑποκλινής, ές, ΝΑ νεοελλ. (για πρόσ.) 1. αυτός που υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού 2. (κατ επέκτ.) περιποιητικός αρχ. αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, υπήκοος. επίρρ... ὑποκλινῶς Α με τρόπο υποκλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλινής… … Dictionary of Greek
ετεροκλινής — ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, ές) αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών αρχ. κατηφορικός… … Dictionary of Greek
ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
ομοιοκλινής — ὁμοιοκλινής, ές (Α) 1. αυτός που έχει όμοια κλίση 2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο κλινής] … Dictionary of Greek
ομοκλινής — ές (Α ὁμοκλινής, ές) νεοελλ. φρ. α) «ομοκλινής δομή» γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία β) «ομοκλινής ράχη» (γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό ή μέτωπο στη μία πλευρά και… … Dictionary of Greek