- ἀγλαό-μητις
ἀγλαό-μητις, von herrlicher Klugheit, Tryph. 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαό-μητις, von herrlicher Klugheit, Tryph. 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμητις — θεόμητις, ήτιος ἡ (Α) αυτή που δίνει θεϊκές συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μητις (< μήτις «σοφία»), πρβλ. αγλαό μητις, λεπτό μητις] … Dictionary of Greek
καρτερόμητις — καρτερόμητις, ήτιος, ὁ ἡ (Α) συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + μητις (< μῆτις «σοφία, ικανότητα), πρβλ. αγλαό μητις, δολιό μητις] … Dictionary of Greek