ἀγλαό-μορφος

ἀγλαό-μορφος

ἀγλαό-μορφος, von herrlicher Gestalt, l. v. Hom. H. Cer. 23; oft Sp. D., z. B. Ep. ad. 690 (VII, 343); Hym. in Bacch. (IX. 524), wie Inscr. 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλίμορφος — η, ο (AM καλλίμορφος, ον) 1. ο σχηματισμένος ωραία («καλλίμορφος χορός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει ωραία μορφή, ο όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. αγλαό μορφος, ποικιλό μορφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”