- ἀγλαό-χαρτος
ἀγλαό-χαρτος Νιρεύς, Ep. ad. (xv, 11), hocherfreut (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαό-χαρτος Νιρεύς, Ep. ad. (xv, 11), hocherfreut (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόχαρτος — μεγαλόχαρτος, ον (Α) αυτός που χαίρεται πολύ για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + χαρτος (< χαρτός < χαίρω), πρβλ. αγλαό χαρτος, κακό χαρτος] … Dictionary of Greek