- ἀγλαό-φορτος
ἀγλαό-φορτος, stolz auf die Last, Nonn. D. 7, 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαό-φορτος, stolz auf die Last, Nonn. D. 7, 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόφορτος — ἰσόφορτος, ον (Α) αυτός που είναι ίσος με προκαθορισμένο βάρος ή φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φορτος (< φόρτος), πρβλ. αγλαό φορτος, βαρύ φορτος] … Dictionary of Greek
μεγαλόφορτος — μεγαλόφορτος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει μεγάλο φορτίο, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φόρτος (πρβλ. αγλαό φορτος, μυριό φορτος)] … Dictionary of Greek