ἀγλαό-πεπλος

ἀγλαό-πεπλος

ἀγλαό-πεπλος, schöngekleidet, Θέτις Qm. Sm. 11, 240.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιόπεπλος — ἰόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά πέπλο με χρώμα ίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. αγλαό πεπλος, καλλί πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • θηρόπεπλος — θηρόπεπλος, ον (Α) 1. αυτός που φοράει δέρματα θηρίων 2. φρ. «θηρόπεπλος μανία» η μανία τού να φοράει κάποιος δέρματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + πεπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαό πεπλος, λευκό πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίπεπλος — ο, η (AM καλλίπεπλος, ὁ, ἡ) αυτή που φορά ωραία πέπλα αρχ. αυτή που φορά ωραία ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαό πεπλος, μακρό πεπλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”