ἀκοντίας

ἀκοντίας

ἀκοντίας, , eine Schlangenart, iaculus, die schnell zufährt, Luc. Dips. 3; Ther. 491; Ael. N. A. 6, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκοντίας — ἀκοντίᾱς , ἀκοντίας quick darting serpent masc acc pl ἀκοντίᾱς , ἀκοντίας quick darting serpent masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοντίας — (acontias). Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των σκινκιδών. Είναι σαύρα με οφιοειδές σώμα, χωρίς άκρα ή με πολύ ατροφικά. Ζει στη νότια Αφρική, στη Μαδαγασκάρη και στη Σρι Λάνκα. Το νοτιοαφρικανικό είδος α. η μελεαγρίς, έχει υπόλευκο χρώμα …   Dictionary of Greek

  • ἀκοντίαι — ἀκοντίας quick darting serpent masc nom/voc pl ἀκοντίᾱͅ , ἀκοντίας quick darting serpent masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίαν — ἀκοντίᾱν , ἀκοντίας quick darting serpent masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀκοντίας quick darting serpent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… …   Dictionary of Greek

  • κἀκοντίου — Ἀκοντίου , Ἀκόντιον neut gen sg Ἀκοντίου , Ἀκόντιος masc gen sg ἀκοντίου , ἀκόντιον javelin neut gen sg ἀκοντίου , ἀκοντίας quick darting serpent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίου — ἀκόντιον javelin neut gen sg ἀκοντίας quick darting serpent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”