- ἀκοντο-βόλος
ἀκοντο-βόλος, speerwerfend, Ap. Rh. 2, 1000; Opp. C. 3, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκοντο-βόλος, speerwerfend, Ap. Rh. 2, 1000; Opp. C. 3, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοβόλος — θερμοβόλος, ον (Α) αυτός που αναδίδει θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βόλος < βάλλω (πρβλ. ακοντο βόλος, δικτυο βόλος, ιχθυο βόλος)] … Dictionary of Greek
ιθυβόλος — ἰθυβόλος, ον (Α) 1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του 2. νοήμονος, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο βόλος, πυρο βόλος] … Dictionary of Greek