ἀκουή

ἀκουή

ἀκουή, = ἀκοή, Hom. sechsmal, immer Versende, Iliad. 16, 634 ἕκαϑεν δέ τε γίγνετ' ακουή, weithin hört man es, Od. 2, 308 μετ' ἀγαυοῦ πατρὸς ἀκουήν, um vom Vater zu hören, 4, 701. 5, 19. 14, 179. 17, 43 μετὰ πατρὸς ἀκουήν; – Eur. Dan. 50 ἀκουά.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκουῇ — ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) ἀκουάζομαι hear fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀκουή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουή — ἀκοή hearing fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀκουή fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούῃ — ἀκούω hear pres subj mp 2nd sg ἀκούω hear pres ind mp 2nd sg ἀκούω hear pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούηι — ἀκούῃ , ἀκούω hear pres subj mp 2nd sg ἀκούῃ , ἀκούω hear pres ind mp 2nd sg ἀκούῃ , ἀκούω hear pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοή, η — και σπν. ακουή, η 1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: Το αισθητήριο της ακοής είναι το αυτί. 2. όνομα, φήμη: Η ακουή του είχε απλωθεί σ όλα τα γύρω χωριά. 3. η υπακοή: Όπου έχει ακουή, έχει και προκοπή (παροιμ. φρ.). 4. επιρρημ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουάζομαι — ἀκουάζομαι (Α) [ἀκουή] 1. ακούω, προσέχω 2. είμαι καλεσμένος, προσκεκλημένος 3. Ιατρ. ακούω, ακροώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Προτιμότερη θεωρείται η άποψη ότι το ρ. ἀκουάζομαι δεν είναι παράγωγο τής λ. ἀκουή αλλά επαυξημένος εκφραστικός τ. προερχόμενος από το …   Dictionary of Greek

  • ακουστά — επίρρ. τροπ., από ακουή, από φήμη: Τον άνθρωπο που είπες τον έχω ακουστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκουαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl ἀκουή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl ἀκουή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουᾶς — ἀκοή hearing fem gen sg (doric aeolic) ἀκουή fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουᾷ — ἀκοή hearing fem dat sg (doric aeolic) ἀκουάζομαι hear fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀκουή fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”