ἀ-γλυκής

ἀ-γλυκής

ἀ-γλυκής (γλυκύς), ές, herb; Xen. Hier. 1, 21 ist dafür nach Suid. u. einigen mss. wohl ἀγλευκέστερον zu schreiben; öfter Theophr. Adv. ἀγλυκῶς, Phot. Bibl. 333 b 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Γλυκής — Βλ. λ. Γλυκύς …   Dictionary of Greek

  • Γλύκης — Γλύκη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύς — Επώνυμο τυπογράφων και εκδοτών του 17ου και του 18ου αι. Το επώνυμο αναφέρεται και με τη γραφή Γλυκής. 1. Νικόλαος (Ιωάννινα 1619 – Βενετία 1693). Ιδρυτής του σπουδαιότερου ελληνικού εκδοτικού οίκου της Βενετίας. Αρχικά ασχολήθηκε με εμπορικές… …   Dictionary of Greek

  • παραφαίνω — και ποιητ. τ. παρφαίνω Α 1. κάνω κάτι φανερό, δείχνω, αποκαλύπτω («μηδ αἰδοῑα παραφαινέμεν», Ησίοδ.) 2. φαίνομαι πλάγια, εμφανίζομαι κοντά ή απέναντι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στα φανερά («ἐν τῷ νῡν λόγῳ παραφανέντι», Πλάτ.) 3. εμφανίζω, παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

  • ποταμιά — Όνομα 14 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ.), στην πρώην επαρχία Αγιάς, του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (33 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), του νομού Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Αχέροντα, δήμος — Νέος δήμος (2.344 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Γαρδικίου, Γλυκής, Σκανδάλου και Χόικας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Γαρδίκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”