- ἀγορασία
ἀγορασία, ἡ, erst Hyperid. in Schol. ad Hormog. (v. Casaub. ad Ath. 424 e) πορευϑῆναι ἐπὶ τὴν ἀγορασίαν, zum Kauf gehen. Teleclid. cem. bei Poll. 1, 127; Diog. L. 2, 78 ἐν ταῖς ἀγορασίαις; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγορασία, ἡ, erst Hyperid. in Schol. ad Hormog. (v. Casaub. ad Ath. 424 e) πορευϑῆναι ἐπὶ τὴν ἀγορασίαν, zum Kauf gehen. Teleclid. cem. bei Poll. 1, 127; Diog. L. 2, 78 ἐν ταῖς ἀγορασίαις; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγορασία — ἀγορασίᾱ , ἀγορασία purchase fem nom/voc/acc dual ἀγορασίᾱ , ἀγορασία purchase fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορασία — ἀγορασία, η (Α) [ἀγοράζω] το να αγοράζει κανείς κάτι ή το αντικείμενο αγοράς … Dictionary of Greek
ἀγορασίᾳ — ἀγορασίαι , ἀγορασία purchase fem nom/voc pl ἀγορασίᾱͅ , ἀγορασία purchase fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορασίας — ἀγορασίᾱς , ἀγορασία purchase fem acc pl ἀγορασίᾱς , ἀγορασία purchase fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορασίαι — ἀγορασία purchase fem nom/voc pl ἀγορασίᾱͅ , ἀγορασία purchase fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορασίαν — ἀγορασίᾱν , ἀγορασία purchase fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορασίαις — ἀγορασία purchase fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… … Dictionary of Greek
αγόρασις — ἀγόρασις ( εως), η (Α) [ἀγοράζω] η αγορασία* … Dictionary of Greek