- ἀ-ελπής
ἀ-ελπής, ές, unverhofft, Hom. einmal, Od. 5, 408 ἐπεὶ δὴ γαῖαν ἀελπέα δῶκεν ἰδέσϑαι Ζεύς, v. l. ἀελπτέα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-ελπής, ές, unverhofft, Hom. einmal, Od. 5, 408 ἐπεὶ δὴ γαῖαν ἀελπέα δῶκεν ἰδέσϑαι Ζεύς, v. l. ἀελπτέα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευελπής — εὐελπής, ές (Α) 1. ο ποθητός 2. αυτός που έχει ελπίδα για κάτι καλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελπής (< έλπομαι), πρβλ. α ελπής] … Dictionary of Greek