ὀγδώκοντα

ὀγδώκοντα

ὀγδώκοντα, zsgzgn = ὀγδοήκοντα; Il. 2, 568. 652; Her. 1, 163; so auch die compp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ογδώκοντα — ὀγδώκοντα και ὀδώκοντα, οἱ, αἱ, τὰ (Α) βλ. ογδόντα …   Dictionary of Greek

  • ὀγδώκοντα — ὀγδοήκοντα eighty epic doric ionic (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδώκοντ' — ὀγδώκοντα , ὀγδοήκοντα eighty epic doric ionic (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gortys — Gesetzestext im Odeion von Gortys Gortys (altgriechisch Gortyn (Γορτύν) oder Gortyna (Γόρτυνα),[1] neugriechisch auch Gortys Γόρτυς) war eine antike Stadt im zen …   Deutsch Wikipedia

  • ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… …   Dictionary of Greek

  • ογδόντα — και ογδοήντα και ογδοήκοντα, οι, τα (ΑΜ ὀγδοήκοντα, Μ και ὀγδοήντα, Α ιων. και δωρ. τ. ὀγδώκοντα και ὀδώκοντα, οἱ, αἱ, τά) (απόλ. αριθμτ. άκλ.) αριθμός ή ποσότητα που αποτελείται από οκτώ δεκάδες, 80 αρχ. (το αρσ.) οἱ ὀγδοήκοντα βουλευτικό σώμα… …   Dictionary of Greek

  • πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… …   Dictionary of Greek

  • ՈՒԹՍՈՒՆ — (սնի, ից, իւք կամ օք.) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date ա. ὁγδοήκοντα, ὁγδώκοντα octoginta. Տասնաւորն ութ թուոց. ութիցս տասն. տասնիցս ութ. ... *Մովսէս էր ամաց ութսնից, եւ ահարոն էր ամաց ութսուն եւ երից: Դադարեաց երկիրն ամս ութսուն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ok̂tō(u) —     ok̂tō(u)     English meaning: eight     Deutsche Übersetzung: “acht”     Note: Root ok̂tō(u) : eight derived from the extended Root ok : “to think over, *understand, see, count” + ta formant modelled after Illyr. attribute nouns, adjectives.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”