- ἀεξί-τοκος
ἀεξί-τοκος, die Leibesfrucht nährend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεξί-τοκος, die Leibesfrucht nährend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αεξίτοκος — ἀεξίτοκος, ον (Α) αυτός που αυξάνει, που τρέφει το έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + τόκος < τίκτω] … Dictionary of Greek