ἀκαλήφη

ἀκαλήφη

ἀκαλήφη, , 1) Nessel (οὐ καλὴν ἁφὴν ἔχουσα), Ar. Eq. 420; vgl. bei Ath. II, 62 e; komisch Ar. Vesp. 884 τῆς ὀργῆς τήν ἀκ. ἀφελέσϑαι, die Brennessel des Zorns; Lys. 549 μητριδίων ἀκαληφῶν, von alten Frauen, Schol. δριμυτάτων. Vgl. κνίδη. – 2) eine Meerqualle (ascidia, Linn.), Arist. H. A. 4, 6; Athen. III, 90 b, wo Philippd. com. ὄστρει', ἀκαλήφας καὶ λεπάδας παρέϑηκέ μοι vrbdt. Hieher läßt sich auch Ar. Lys. 549, wegen des dabeistehenden τήϑεα, ziehen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκαλήφη — stinging nettle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλήφῃ — ἀκαλήφη stinging nettle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • ακαλήφη — η η τσούχτρα (θαλάσσιο ζώο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαληφῶν — ἀκαλήφη stinging nettle fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλῆφαι — ἀκαλήφη stinging nettle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλήφαις — ἀκαλήφη stinging nettle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλήφην — ἀκαλήφη stinging nettle fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλήφης — ἀκαλήφη stinging nettle fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαλύφη — η (Α ἀκαλύφη) η ακαλήφη. Βοτ. Ακαλύφη ή Ακαλύφα γένος φυτών τής οικογένειας τών Ευφορβιιδών που περιλαμβάνει 430 είδη, ιθαγενή τών τροπικών χωρών. Είναι θάμνοι και ποώδη ζιζάνια με φύλλα στίλβοντα και έμμισχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < acalypha, νεολατιν.… …   Dictionary of Greek

  • ἀκαλήφας — ἀκαλήφᾱς , ἀκαλήφη stinging nettle fem acc pl ἀκαλήφᾱς , ἀκαλήφη stinging nettle fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”