- ὀζαλέος
ὀζαλέος, ästig, ὀζαλέην βάκτρου τήνδε καρηβαρίην δέξῃ, Qu. Macc. 10 (IX, 249).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀζαλέος, ästig, ὀζαλέην βάκτρου τήνδε καρηβαρίην δέξῃ, Qu. Macc. 10 (IX, 249).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οζαλέος — ὀζαλέος, α, ον (Α) (για ξύλινη ράβδο) αυτός που έχει όζους, οζώδης, ροζιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζος (Ι) «ρόζος» + κατάλ. αλέος, ποιητ. τ. σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού ἀζαλέος ή τού τρηχαλέος] … Dictionary of Greek
ὀζαλέην — ὀζαλέος branching fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)