- ἀ-καλλ-ώπιστος
ἀ-καλλ-ώπιστος, ungeschmückt, Plut. Pyth. or. 6; κόμη Luc. Pisc. 12; πόϑος Strat. 34 (XII, 192).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-καλλ-ώπιστος, ungeschmückt, Plut. Pyth. or. 6; κόμη Luc. Pisc. 12; πόϑος Strat. 34 (XII, 192).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκαλλώπιστος — εὐκαλλώπιστος, ον (Α) ωραία καλλωπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καλλ ώπιστος (< καλλ ωπίζω), πρβλ. α καλλ ώπιστος] … Dictionary of Greek