- ἀγαθο-δότης
ἀγαθο-δότης, ὁ, Geber des Guten; auch fem. ἀγαϑοδότις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγαθο-δότης, ὁ, Geber des Guten; auch fem. ἀγαϑοδότις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρηστοδότης — ή χρηστοδότος, ὁ, Μ δότης χρηστών, καλών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ἀγαθο δότης] … Dictionary of Greek
παντοδότης — ο, ΝΑ αυτός που δίνει, που παρέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δότης (πρβλ. αγαθο δότης)] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αγαθοδότης — ἀγαθοδότης, ο (θηλ. ότις, ιδος) (Μ) αυτός που παρέχει κάποιο αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + δότης] … Dictionary of Greek