ἀγαθο-εργία

ἀγαθο-εργία

ἀγαθο-εργία, , gute That, Het. 3, 154. 160.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλοεργία — καλοεργία, ἡ (Α) εκτέλεση αγαθών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργία (< εργός < ἔργον), πρβλ. αγαθο εργία, φιλ εργία] …   Dictionary of Greek

  • ματαιοεργία — ματαιοεργία, ἡ (Α) μάταιη εργασία, ματαιοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ματαιοεργός (πρβλ. αγαθο εργία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”