ἀγαθο-εργός

ἀγαθο-εργός

ἀγαθο-εργός, ἀγαϑουργός. Bei den Spartanern die 5 ältesten zu Gesandtschaften gebrauchten Ritter (Tim. L. Pl. αἱρετοὶ κατ' ἀνδραγαϑίαν), über die man Her. 1, 67 vgl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετωσιοεργός — ἐτωσιοεργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + εργος (< έργο), πρβλ. αγαθο εργός, εν εργός] …   Dictionary of Greek

  • ευξυλοεργός — εὐξυλοεργός, όν (Α) ο επιτήδειος στην κατεργασία τού ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο εργός (< ξύλον + εργός < έργον), πρβλ. αγαθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • θεουργός — ό (AM θεουργός, όν) νεοελλ. αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις μσν. αρχ. αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + εργος (< έργον), πρβλ. αγαθο εργός …   Dictionary of Greek

  • καλοεργός — ο (Μ καλοεργός) νεοελλ. το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο μσν. αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, κακο εργός] …   Dictionary of Greek

  • κυριοεργός — κυριοεργός, ὁ (Μ) εργάτης τού Κυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, νοσο εργός] …   Dictionary of Greek

  • κωλυσιεργός — ό(ν) (Α κωλυσιεργός, όν) αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, ανεν εργός. Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

  • λιθοεργός — λιθοεργός, όν (Α) 1. αυτός που μεταβάλλει κάτι σε λίθο 2. το αρσ. ως ουσ. ό λιθοεργός ο λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) *. + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοεργός — όν, Μ αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς ἀνήρ... ἀμάρυγμα φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.) 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει έπειτα από μια σειρά πολλών και διαφορετικών εργασιών… …   Dictionary of Greek

  • καλοεργία — καλοεργία, ἡ (Α) εκτέλεση αγαθών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργία (< εργός < ἔργον), πρβλ. αγαθο εργία, φιλ εργία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”