- ἀγνοούντως
ἀγνοούντως, unkundig, Arist. Top. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγνοούντως, unkundig, Arist. Top. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγνοούντως — ἀγνοούντως επίρρ. (Α) [ἀγνοῶ] εξαιτίας άγνοιας, από άγνοια, αμάθεια … Dictionary of Greek
ἀγνοούντως — ignorantly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… … Dictionary of Greek