περι-στάζω

περι-στάζω

περι-στάζω (s. στάζω), herumtröpfeln, beträufeln, Nonn. D. 48, 656 u. a. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιαναστᾶσαν — περϊαναστᾶσαν , περί , ἀνά στάζω drop fut part act fem acc sg (doric) περϊαναστᾶσαν , περί ἀνίστημι make to stand up aor part act fem acc sg περϊαναστᾶσαν , περί ἀνίστημι make to stand up aor part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυρροώ — (AM δακρυρροῶ, έω) [δακρύρροος] 1. χύνω δάκρυα, κλαίω 2. (για τα μάτια) στάζω δάκρυα, δακρύζω («ὄμμ ἰδὼν δακρυρροοῡν») αρχ. μσν. 1. κλαίω, θρηνώ κάποιον 2. (για φυτά) στάζω υγρό, ρετσίνι ή κόμμι («περὶ δακρυρροουσῶν ἀμπέλων», Γεωπονικόν) …   Dictionary of Greek

  • περιαναστᾶσα — περϊαναστᾶσα , περί , ἀνά στάζω drop fut part act fem nom/voc sg (doric) περϊαναστᾶσα , περί ἀνίστημι make to stand up aor part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • περιμυδώ — άω, Α αφαιρώ κάτι αφού πρώτα τό υγράνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μυδῶ «στάζω από υγρασία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”